Όλη τη νύχτα τη νύχτα δεν έκλεισε μάτι. Κάθε τόσο πεταγόταν στο παράθυρο, κι άκουγε τη φουρτουνιασμένη θάλασσα που χτυπούσε με μανία τα βράχια της παραλίας.
Του είχε πει αποβραδίς να μη βγει για ψάρεμα. Μερικά συννεφάκια που είχαν καθίσει στον κορφή του βουνού ήταν κακό σημάδι, προμήνυμα κακοκαιρίας. Πρώτη φορά είχαν καβγαδίσει. Χρόνια παντρεμένοι δεν είχαν ανταλλάξει κακιά κουβέντα. Εκείνος όμως ήταν σίγουρος για την ικανότητά του να κουμαντάρει τη βάρκα του ακόμα και στις πιο μεγάλες τρικυμίες, όταν κανένας άλλος ψαράς δεν τολμούσε ούτε στην παραλία να πλησιάσει.
Σκέφτηκε να αναζητήσει τον πατέρα της, αλλά αμέσως το μετάνιωσε. Κι άλλες φορές τον είχε παρακαλέσει να βοηθήσει τον άντρα της όταν φυσούσε και φοβόταν μη βουλιάξει η βάρκα του και πνιγεί ο Κήυκας στα παγωμένα κύματα. Εκείνος όμως δεν άκουγε τα παρακάλια της. Συνέχιζε με τον ασκό στην πλάτη του να ταξιδεύει σε στεριές και θάλασσες.
Ξημέρωσε. Με την καρδιά της πλημμυρισμένη κακά προαισθήματα, κατέβηκε στην παραλία. Ο άνεμος είχε κοπάσει. Τα κύματα έσκαζαν τραγουδιστά πάνω στην άμμο, αφήνοντας πίσω τους αφρούς. Λύγισαν τα γόνατά της όταν είδε τα κομματιασμένα ξύλα κι ένα κουρελιασμένο πανί, σκαλωμένα στα βράχια. Βρήκε το σώμα του άντρα της μακριά από τα συντρίμμια της βάρκας του.
Στην αρχή νόμισε η Αλκυόνη ότι τον είχε πάρει ο ύπνος, τόσο γαλήνιο και όμορφο ήταν το πρόσωπό του, όπως τον έβλεπε κάθε πρωί όταν ξυπνούσε πρώτη. Της άρεσε να τον παρατηρεί στο κρεβάτι πλάι της, μετά το νυχτερινό ερωτικό παραλήρημα, νέο και δυνατό, το δασύτριχο στήθος του να ανεβοκατεβαίνει ρυθμικά σε κάθε ανάσα του. Ο Κήυκας όμως τώρα πια ήταν νεκρός, το σώμα του παγωμένο.
Άκουσαν οι Νηρηίδες το σπαραγμό της Αλκυόνης, σταμάτησαν τα παιχνίδια τους στη θάλασσα και πλησίασαν στην παραλία. Πριν προλάβουν όμως να τη συγκρατήσουν, η κοπέλα σκαρφάλωσε στον ψηλό βράχο κι έπεσε στη θάλασσα.
Γύρισε κι ο Αίολος το πρωί κατάκοπος από το νυχτερινό ταξίδι, με άδειο τον ασκό του. Έπεσε να κοιμηθεί, αλλά δεν τον άφησαν τα μοιρολόγια των Νηρηίδων που σπάραζαν για το χαμό της Αλκυόνης.
Πρωί πρωί την άλλη μέρα ανέβηκε ο Αίολος στον Όλυμπο ανταριασμένος. Όρμησε στο παλάτι του Δία και τον βρήκε να κάθεται γαλήνιος στο θρόνο του.
- Φέρε πίσω τη κόρη μου, πατέρα, κι εγώ θα σου στέλνω τον αγέρα μου να σε δροσίζει τα ζεστά καλοκαίρια και θα πλημμυρίζω το παλάτι σου με όλα τα αρώματα της γης για να ευφραίνεται η καρδιά σου.
- Γιέ μου, θα γίνει το θέλημά σου. Θα μεταμορφώσω την κόρη σου σε ένα όμορφο πουλί που θα έχει το όνομά της. Κι εσύ, σαν καλός πατέρας, μέσα στην καρδιά του χειμώνα θα σταματάς τους παγωμένους αγέρηδες και τις φουρτούνες, θα λάμπει κι ο ήλιος για να μπορεί η Αλκυόνη σου να γεννάει τα’ αυγά της και να τα κλωσάει μέχρι να βγουν οι νεοσσοί.
Έτσι αποφάσισε ο μεγαλοδύναμος Δίας κι έτσι γίνεται ως τα σήμερα. Λίγο καλοκαίρι μέσα στο χειμώνα…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου