27 Ιανουαρίου 2017




Ετυμολογία:
1. Πιθανότατα, από το έρμα =σωρός λίθων, επειδή οι λιθοσωροί πάνω από τους τάφους ήταν συνδεδεμένοι με τον Ψυχοπομπό Ερμή.
2. Κατ' άλλους από το έρυμα, αμυντικό οχύρωμα, πρόχωμα, οχυρό.
3. Κατά τον Πλάτωνα, από το αρχαιοελληνικό ρήμα: εἴρω, το οποίο έχει δύο σημασίες:
α) συνδέω, ενώνω (εξού και «ειρήνη» = ο συνδετικός κρίκος, που ενώνει τους ανθρώπους)
β) λέγω, ομιλώ, αναγγέλλω.
Ο Ερμής, εκτός των άλλων, ήταν ο αγγελιοφόρος των θεών, αλλά και γενικότερα ο θεός του λόγου, της επικοινωνίας, της νόησης, της ομιλίας, της ευφράδειας. Επεξηγούσε στους ανθρώπους τη βούληση των θεών, ήταν, δηλαδή ο “εξηγητής” και γι αυτό οι λέξεις: ερμηνεία, ερμηνευτής, διερμηνέας, ερμηνευτικός, έρμαιο, κ.ά. φέρουν το όνομα του.
Κατά το Μεσαίωνα συνδυάστηκε με τους Αλχημιστές (Hermetici > Ερμητικοί) και ιδιαίτερα με την τεχνική να σφραγίζουν τα δοχεία τους με αποτέλεσμα η λέξη ερμητικός να δηλώνει το εντελώς κλειστό, το σφραγισμένο.
Οι εμπορικοί δρόμοι των αστικών κέντρων είναι, συνήθως, αφιερωμένοι στο θεό Ερμή, τον Κερδώο Ερμή (οδός Ερμού), ο οποίος ήταν και προστάτης του εμπορίου. Στα Λατινικά: Mercurius > ιταλ. mercato, γαλλ: mercenaire, αγγλ.: market…

22 Ιανουαρίου 2017

ΣΥΝΗΘΗ ΓΛΩΣΣΙΚΑ ΛΑΘΗ - "εξ απαλών ονύχων"



                                          "ΕΞ ΑΠΑΛΩΝ ΟΝΥΧΩΝ"
  ΣΩΣΤΟ: Κυριολεκτικά, από τότε που τα νύχια ήταν μαλακά,/απαλά, από μωρό, από μικρό παιδί,      παιδιόθεν, από πολύ μικρή ηλικία, και κατ' επέκταση από πολύ νωρίς, δηλαδή από πάντα, και δηλώνει την  εξοικείωση με κάτι.
 "Η οικολογική συνείδηση πρέπει να καλλιεργείται εξ απαλών ονύχων!"
 "Ήτο βιοπαλαίστρια εξ απαλών ονύχων, η πτωχή κόρη». (Παπαδιαμάντης, "Ποία εκ των δύο", Άπαντα, 4  .107)


  ΛΑΘΟΣ:Χρησιμοποιείται λανθασμένα, όταν θέλουμε να πούμε ότι κάτι έγινε ή το γνωρίζουμε πολύ    επιδερμικά, επιπόλαια, ξώφαλτσα επιφανειακά, ήπια, πρόχειρα, με το γάντι, χωρίς οξύτητα, ακροθιγώς.
 «Ασχολήθηκε με αυτό το θέμα εξ απαλών ονύχων»
 "Έκανε μεν κριτική, αλλά ... εξ απαλών ονύχων"


18 Ιανουαρίου 2017

Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΑΛΚΥΟΝΗΣ

Όλη τη νύχτα τη νύχτα δεν έκλεισε μάτι. Κάθε τόσο πεταγόταν στο παράθυρο, κι άκουγε τη φουρτουνιασμένη θάλασσα που χτυπούσε με μανία τα βράχια της παραλίας.
Του είχε πει αποβραδίς να μη βγει για ψάρεμα. Μερικά συννεφάκια που είχαν καθίσει στον κορφή του βουνού ήταν κακό σημάδι, προμήνυμα κακοκαιρίας. Πρώτη φορά είχαν καβγαδίσει. Χρόνια παντρεμένοι δεν είχαν ανταλλάξει κακιά κουβέντα. Εκείνος όμως ήταν σίγουρος για την ικανότητά του να κουμαντάρει τη βάρκα του ακόμα και στις πιο μεγάλες τρικυμίες, όταν κανένας άλλος ψαράς δεν τολμούσε ούτε στην παραλία να πλησιάσει.
Σκέφτηκε να αναζητήσει τον πατέρα της, αλλά αμέσως το μετάνιωσε. Κι άλλες φορές τον είχε παρακαλέσει να βοηθήσει τον άντρα της όταν φυσούσε και φοβόταν μη βουλιάξει η βάρκα του και πνιγεί ο Κήυκας στα παγωμένα κύματα. Εκείνος όμως δεν άκουγε τα παρακάλια της. Συνέχιζε με τον ασκό στην πλάτη του να ταξιδεύει σε στεριές και θάλασσες.
Ξημέρωσε. Με την καρδιά της πλημμυρισμένη κακά προαισθήματα, κατέβηκε στην παραλία. Ο άνεμος είχε κοπάσει. Τα κύματα έσκαζαν τραγουδιστά πάνω στην άμμο, αφήνοντας πίσω τους αφρούς. Λύγισαν τα γόνατά της όταν είδε τα κομματιασμένα ξύλα κι ένα κουρελιασμένο πανί, σκαλωμένα στα βράχια. Βρήκε το σώμα του άντρα της μακριά από τα συντρίμμια της βάρκας του.
Στην αρχή νόμισε η Αλκυόνη ότι τον είχε πάρει ο ύπνος, τόσο γαλήνιο και όμορφο ήταν το πρόσωπό του, όπως τον έβλεπε κάθε πρωί όταν ξυπνούσε πρώτη. Της άρεσε να τον παρατηρεί στο κρεβάτι πλάι της, μετά το νυχτερινό ερωτικό παραλήρημα, νέο και δυνατό, το δασύτριχο στήθος του να ανεβοκατεβαίνει ρυθμικά σε κάθε ανάσα του. Ο Κήυκας όμως τώρα πια ήταν νεκρός, το σώμα του παγωμένο.
Άκουσαν οι Νηρηίδες το σπαραγμό της Αλκυόνης, σταμάτησαν τα παιχνίδια τους στη θάλασσα και πλησίασαν στην παραλία. Πριν προλάβουν όμως να τη συγκρατήσουν, η κοπέλα σκαρφάλωσε στον ψηλό βράχο κι έπεσε στη θάλασσα.
Γύρισε κι ο Αίολος το πρωί κατάκοπος από το νυχτερινό ταξίδι, με άδειο τον ασκό του. Έπεσε να κοιμηθεί, αλλά δεν τον άφησαν τα μοιρολόγια των Νηρηίδων που σπάραζαν για το χαμό της Αλκυόνης.
Πρωί πρωί την άλλη μέρα ανέβηκε ο Αίολος στον Όλυμπο ανταριασμένος. Όρμησε στο παλάτι του Δία και τον βρήκε να κάθεται γαλήνιος στο θρόνο του.
- Φέρε πίσω τη κόρη μου, πατέρα, κι εγώ θα σου στέλνω τον αγέρα μου να σε δροσίζει τα ζεστά καλοκαίρια και θα πλημμυρίζω το παλάτι σου με όλα τα αρώματα της γης για να ευφραίνεται η καρδιά σου.
- Γιέ μου, θα γίνει το θέλημά σου. Θα μεταμορφώσω την κόρη σου σε ένα όμορφο πουλί που θα έχει το όνομά της. Κι εσύ, σαν καλός πατέρας, μέσα στην καρδιά του χειμώνα θα σταματάς τους παγωμένους αγέρηδες και τις φουρτούνες, θα λάμπει κι ο ήλιος για να μπορεί η Αλκυόνη σου να γεννάει τα’ αυγά της και να τα κλωσάει μέχρι να βγουν οι νεοσσοί.
Έτσι αποφάσισε ο μεγαλοδύναμος Δίας κι έτσι γίνεται ως τα σήμερα. Λίγο καλοκαίρι μέσα στο χειμώνα…

17 Ιανουαρίου 2017

Σταύρος βαβούρης: Στον αστερισμό των εγκλίσεων και των χρόνων του ρήματος «Έρχομαι»


Που λέτε, μια ολόκληρη ζωή σχεδόν
από τον έναν άνυδρο και φυσικά παντέρημο πλανήτη
στον άλλο και στον άλλο του μεγάλου αστερισμού
των εγκλίσεων και των χρόνων
του ρήματος «έρχομαι»

«Έρχομαι» μου λέγαν δηλαδή
(έγκλιση οριστική και χρόνος ενεστώς)
κι έπειτα «Ερχόμουνα» (σε παρατατικό)
«μα μ’ έπιασε η βροχή»
«Ήρθα» (σε χρόνο αόριστο) «αλλ’ είχες φύγει πια»
«Θα ‘ρθω και πάλι αν κατορθώσω» (Μέλλων)

Και μ’ όλα τ’ «αν», τα «θα» και τα «αλλά»
που συνόδευαν Παρατατικό, Αόριστο και Μέλλοντα
είχα μια απεριόριστη πεποίθηση – πιστεύτε με –
Ήτανε χρόνοι Οριστικής – πώς ν’ αμφιβάλλεις; -
Αν και τότε ο ερχομός τους
έμπαινε πια σε πλαίσια ιστορικά
μιας δηλαδή κατά το μάλλον κι’ ήττον
            πιθανής αφίξεως.

Ο Παρακείμενος με τον Υπερσυντέλικο
δε μ’ έπεισαν ποτέ βεβαίως.
Σε τι θα μ’ ωφελούσε άλλωστε;
Χρόνοι παρωχημένοι κι άσχετοι τελείως
με τ’ αύριο ή το τώρα
που σε κάνουν παρανάλωμα,
«Έχω έρθει» κι «είχα έρθει»
Τότε, μ’ άλλα λόγια,
Και;
Το ζήτημα ήταν ΤΩΡΑ τι γινόταν.
Τίποτα δε γινόταν, σήμερα το απόγευμα
το βράδυ έστω αργά.
Οι χρόνοι της Οριστικής
τελειώσανε και κλείσανε
στο «τότε», στο «αν» στο «θα» και στο «αλλά»
Μετά οι σαθρές της Ευκτικής
και τόσο λίγο προσιτές ελπίδες
(να ‘ρχόσουνα, να ‘ρχόσουν και τι να ‘ταν!)
ουσιαστικά στηρίχτηκαν
στ’ ανύπαρκτα ερείσματα της Υποτακτικής:
«Αν έρθω», «όταν έρθω», για να ‘ρθω..»:
Υποθέσεις δίχως θέσεις
Σύνδεσμοι χρονικοί και τελικοί
χωρίς σκοπό, μετέωροι στο χάος του αορίστου
που δια μέσου τους μοιραία οδηγήθηκα
στης Προστακτικής τις παραισθήσεις.
Μ’ άλλα λόγια, ό,τι δεν είναι εφικτό
με την Οριστική, την Υποτακτική
την Ευκτική (ναι, Θέ μου, τόσο ευχετική!)
είχα την ψευδαίσθηση ότι θα πετύχαινα
προστάζοντας «Να ‘ρθείς. Ξεκίνα.
Τέσσερις η ώρα. Στις πέντε να ΄σαι δω».

Ενώ η Προστακτική δεν είν’ επίτευξη.
Πρόκειται για μια μονάχα ακόμη φαντασίωση
που διαρκεί ως τις πέντε, έξι το πολύ.
Περνάει καμιά φορά στις ικεσίες:
«Ελέησον και σώσον», έλα, λόγου χάριν
και σε λίγες περιπτώσεις μόνο
λίγων τυχερών
γίνεται κυριολεκτική.

Μια ποιοι ‘ναι κείνοι που προστάζουν
δίχως την ψευδαίσθηση μονάχα πως προστάζουν;

Στις νόθες καταστάσεις του Απαρέμφατου
προσπάθησα ένα διάστημα μετά
να βρω μια διέξοδο.
Μα τι σημαίνουν άραγε το «ιέναι» και το «ελθείν»;
Ότι έρχεσαι, ότι ήρθες, να ‘ρχεσαι, να ‘ρθεις
κι αν ήρθες κι είχα φύγει να ξανα ‘ρθείς
να ξαναρχόσουν, να ‘ρθεις αν θέλεις να ‘ρθεις.
Γύρισα πλησίστιος στους υποθετικούς
τους ειδικούς, τους τελικούς συνδέσμους:
πάλι στα φαντάσματα της Υποτακτικής
και λίγα βήματα πιο πέρα
προσγειωνόμουν γυμνός κι αμέτοχος
στης Μετοχής τη μπλόφα:

Της Μετοχής των ερχόμενων τε και ιόντων
των εληλυθότων – α ναι – και των ελθόντων
Εκείνων που έρχονται και θα ‘ρχονται
μα θα τους πιάνει πάντοτε η βροχή στο δρόμο
που ήρθανε
που ‘χουν κι είχαν ΄ρθει
όταν οι πλανήτες των εγκλίσεων
και των χρόνων του ρήματος «Έρχομαι»
όλοι τους, όλοι τους
μ’ είχανε κλείσει έξω από την τροχιά τους.    

Σύγχρονη Ερωτική Ποίηση - Ανθολογία - Εκδ. Καστανιώτη

09 Ιανουαρίου 2017

Κ. Θεοτόκη: "ΠΙΣΤΟΜΑ"

    Διαβάστε το εδώ:  ΠΙΣΤΟΜΑ 
Πίστομα (2011) ''Face down'' from Yiorgos Fourtounis on Vimeo.
«Βάλ' το πίστομα μέσα». Μία από τις πιο συγκλονιστικές φράσεις της ελληνικής λογοτεχνίας. Δεν την ξεχνάς ποτέ, όπως δεν ξεχνάς και τη σκηνή που περιγράφει ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης κλείνοντας το διήγημά του «Πίστομα», δημοσιευμένο το 1899. Το μεγαλείο της οικονομίας και της αφαίρεσης, χέρι - χέρι με μιαν εξαιρετικά ζωντανή απόδοση της φρίκης. Η ιστορία έχει ως εξής: Όταν ο Αντώνης Κουκουλιώτης, ένας αντάρτης της εποχής, επιστρέφει στο σπίτι του απ' το βουνό, χάριν γενικής αμνηστίας, βρίσκει τη γυναίκα του να έχει αποκτήσει παιδί με κάποιον άλλον. Αφού με συνοπτικές διαδικασίες πληροφορείται από την ίδια το όνομα του πατέρα, εξαφανίζεται. Όταν επιστρέφει το βράδυ, κοιμάται ύπνο βαθύ και την επομένη λέει στην τρομοκρατημένη γυναίκα να 'ρθει μαζί του και να πάρει και το παιδί: «Θα πάμε στα χτήματά μας να ιδώ μη και κείνα μου 'χουν αρπάξει, καθώς μου 'χε πάρει και σε ο σκοτωμένος». Η γυναίκα αναφωνεί: «Τον σκότωσες!». Τίποτε άλλο. Ο Κουκουλιώτης είναι το κέντρο βάρους στην πυκνή αφηγηματική τεχνική του Θεοτόκη. Περιγράφεται άλλοτε ως νιτσεϊκός χαρακτήρας ή απλά μια τραγική φυσιογνωμία που τη λούζει κρύος ίδρος και χλομιάζει μπρος στο επερχόμενο συμβάν. Αν ένα διήγημα συμπυκνώνεται στον τίτλο του, τότε ο τίτλος αποκτά ξεχωριστό ενδιαφέρον σε μια τέτοια αναζήτηση, καθώς η λέξη πίστομα, δηλαδή μπρούμυτα, είναι η κύρια ιδέα πίσω από την έννοια της τιμωρίας. Ο Κουκουλιώτης δεν προβαίνει ο ίδιος στην πράξη. Επιβάλλει στη γυναίκα του να το κάνει και μάλιστα τοποθετώντας το παιδί μπρούμυτα. Τούτη η ταφική πρακτική έχει πανάρχαιες ρίζες και ως επί το πλείστον χαρακτηρίζεται ως πράξη τιμωρίας. Στη χριστιανική ταφική πρακτική το σώμα πρέπει να θάβεται με την όψη του προσώπου να ατενίζει τον ουρανό, προκειμένου να συμμετέχει εις ανάστασιν νεκρών...............

ΑΛΚΜΗΝΗ- Η γέννηση του Ηρακλή


"ΛΑΓΟΙ ΜΕ ΠΕΤΡΑΧΗΛΙΑ"

Υπερβολικές, ανέφικτες, μη πραγματοποιήσιμες υποσχέσεις ή δωροδοκίες. Ο λαγός παλιότερα ήταν μέσο δωροδοκίας - ως δυσεύρετος- γιατί μόνον...