11 Νοεμβρίου 2017

"ΛΑΓΟΙ ΜΕ ΠΕΤΡΑΧΗΛΙΑ"


Υπερβολικές, ανέφικτες, μη πραγματοποιήσιμες υποσχέσεις ή δωροδοκίες.
Ο λαγός παλιότερα ήταν μέσο δωροδοκίας - ως δυσεύρετος- γιατί μόνον ένας καλός κυνηγός μπορούσε να «βγάλει λαγό».
Το «πετραχήλι» αποτελεί παραφθορά της λέξης «επιτραχήλιον» και ήταν το περιλαίμιο των ζώων, η λαιμαριά.Τα φορούσαν στα επίλεκτα βόσκοντα ζώα, συνήθως με κουδούνι, και ήταν δείγμα εξαιρετικής ποιότητας. (Σήμερα η λέξη είναι ταυτόσημη με το μακρόστενο άμφιο των ιερέων).
Το πετραχήλι σε ζώα οικόσιτα, όπως ο σκύλος, ο γάιδαρος, ήταν κάτι εύκολο και συνηθισμένο, ακατόρθωτο όμως με τα ζώα που ζουν ελεύθερα στη φύση, όπως οι λαγοί. Έτσι λοιπόν ένας λαγός με πετραχήλι, ήταν κάτι αδύνατον και πρακτικά ακατόρθωτο

ΚΟΥΤΣΑΒΑΚΙ- ΚΗΣ


Λαϊκός μάγκας, φασαριόζος ψευτοπαλληκαράς.
Σύμφωνα με τον Επαμεινώνδα Στασινόπουλο το όνομα έχει προέλθει από τον Δημήτριο Κουτσαβάκη, διάσημο καβγατζή, που το ντύσιμο και το βάδισμά του μιμήθηκαν οι σύγχρονοί του νέοι του αθηναϊκού υποκόσμου.
Οι κουτσαβάκηδες σύχναζαν κυρίως στη περιοχή του Ψυρρή, είχαν γίνει μάστιγα στο κέντρο της Αθήνας.Στριμμένο μουστάκι, σακάκι φορεμένο από το ένα μόνο μανίκι, σουβλερό παπούτσι, μαλλιά με «αφέλεια», λιγδωμένη ρεπούμπλικα, κόκκινο ζωνάρι απ' όπου εξείχε η λαβή του αμφίστομου μαχαιριού ή του κουμπουριού.
Καθισμένοι στο καφενείο άφηναν να σέρνεται η άκρη του ζωναριού τους και αλίμονο σε εκείνον που θα την πατούσε ή θα έλεγε: «Κρέμεται το ζωνάρι σας». Το επακόλουθο ήταν ο ξυλοδαρμός του φιλήσυχου περαστικού, αν βέβαια αυτός τους φαινόταν «του χεριού τους». Τους κουτσαβάκηδες διέλυσε ο Δημήτριος Μπαϊρακτάρης, διευθυντής της Αστυνομίας από το 1893, ο οποίος τους κούρευε με την «ψιλή μηχανή», ξύριζε τα μουστάκια τους, έκοβε το ένα μανίκι του σακακιού που το άφηναν κρεμασμένο, τούς έκοβε τις μύτες των σουβλερών παπουτσιών τους, τους έβγαζε τη «θλίψη» ή «χλίψη»το μαύρο περιβραχιόνιο που φορούσαν ως δήθεν πένθος για το θάνατο αδερφικού τους φίλου ή συγγενούς τους στον καβγά.
Κατά άλλη - παρετυμολογική - άποψη, προέρχεται εκ του "κουτσά" + "βαίνω", δηλαδή περπατώ σαν κουτσός χωλός, επειδή οι κουτσαβάκηδες χάριν επίδειξης περπατούσαν αργά σαν να κούτσαιναν και ανεβοκατέβαζαν τους ώμους τους ακολουθώντας τον βηματισμό.

"ΤΡΑΜΠΟΥΚΟΣ"


"TΡΑΜΠΟΥΚΟΣ" Άτομο του υποκόσμου, που δημιουργεί επεισόδια και προβαίνει σε βιαιοπραγίες
(συνήθως επί πληρωμή), μπράβος κομματάρχη ή μέλος παρακρατικής οργάνωσης με δράση σε διαδηλώσεις, εκφοβισμούς και δολοφονίες. Κατ' επέκταση, άτομο που προσπαθεί να επιβάλει τις απόψεις του χρησιμοποιώντας βία.
<Ισπαν. trabucos: μάρκα πούρων (η ονομασία από την ομοιότητα με trabuco, παλιό τύπο όλμου),τα οποία παλιοί πολιτικοί πρόσφεραν στους ανθρώπους τους. (πρβ. το τραμπούκο=φιλοδώρημα) κι αυτός από τον μεσαιωνικό καταπέλτη, είδος πολεμικής μηχανής που χρησιμοποιήθηκε πριν από την εφεύρεση της πυρίτιδας για το γκρέμισμα τειχών, πύργων κλπ.

"ΠΑΝΙΚΟΣ"


"ΠΑΝΙΚΟΣ" Από τον τραγόμορφο θεό Πάνα, τον ταραχοποιό, θορυβώδη χαρακτήρα του και τις αιφνιδιαστικές εμφανίσεις του.
Γνωστός για την έντονη ερωτική του διάθεση και τις περιπέτειές του με τις νύμφες. Ζούσε στα βουνά της Αρκαδίας και ήταν προστάτης των κυνηγών - κτηνοτρόφων, Ο Πάνας συνήθιζε να επισκέπτεται ανθρώπους (ιδίως στον μεσημεριανό τους ύπνο) και να τους προκαλεί πανικό. Ήταν άσχημος (σε αντίθεση με την πανέμορφη και γενναιόδωρη ψυχή του) και, όταν γεννήθηκε, η μητέρα του σαν τον αντίκρισε έφριξε και τον εγκατέλειψε στο δάσος.
Ερωτεύτηκε παράφορα τη Σύριγγα, θυγατέρα του ποταμού-θεού Λάδωνα. Μια μέρα που την κυνηγούσε, εκείνη ζήτησε βοήθεια από τον πατέρα της Λάδωνα, που τη μεταμόρφωσε σε καλαμιά. Ο Πάνας την είχε ήδη πιάσει από τα μαλλιά, αλλά του έμειναν στα χέρια κάποια κομμάτια από καλάμια, τα οποία αποτέλεσαν τον αυλό του.

05 Νοεμβρίου 2017

"ΤΟΥ ΚΟΛΛΗΣΑΝ ΤΗ ΡΕΤΣΙΝΙΑ»


H κακή φήμη σε βάρος κάποιου, οι προκαταλήψεις για άνθρωπο που έχει κατηγορηθεί για κάτι.
Στην Πελοπόννησο «ρετσινιά» ονόμαζαν ένα κομμάτι από δέρμα γίδας που άλειφαν με ρετσίνι, δημιουργώντας έτσι ένα αυτοσχέδιο θεραπευτικό τσιρότο. Το χρησιμοποιούσαν σαν έμπλαστρο για θεραπευτικούς σκοπούς σε πόνους και κρυολογήματα.
Φυσικά ήταν πολύ δύσκολο να το ξεκολλήσουν, αφού πλέον έχει κάνει τη δουλειά του. Έτσι, συνηθίστηκε να λένε για μια κατηγορία, που αποδόθηκε σε κάποιον και δυσκολεύεται να απαλλαγεί απ᾽ αυτήν, ὀτι «του κόλλησαν τη ρετσινιά».

"ΤΣΟΓΛΑΝΙ"

Λαϊκός υβριστικός χαρακτηρισμός:νεαρό αγενές άτομο, κακής διαγωγής, παλιόπαιδο, άνθρωπος διεφθαρμένος.
Τουρκ.coglan Ελληνόπουλο από καλή οικογένεια, που είχε πέσει θύμα παιδομαζώματος και υπηρετούσε τους σουλτάνους, αλλά όχι δούλος για δύσκολες δουλειές. Τα πιο ικανά τσογλάνια λάβαιναν ειδική εκπαίδευση σε παλάτια της Αδριανούπολης, του Γαλατά & της Προύσας. Διδάσκονταν Μαθηματικά, μελετούσαν το το κοράνι κι έπαιρναν μαθήματα καλής συμπεριφοράς & «διπλωματίας». Οι αριστούχοι επέστρεφαν στο παλάτι του σουλτάνου κι έπαιρναν πολιτικά & στρατιωτικά αξιώματα. Γίνονταν από προσωπικοί ακόλουθοι του σουλτάνου, μέχρι πασάδες και μπέηδες. Τα παιδιά αυτά ζούσαν αποκομμένα από την κοινωνία και, όταν ενηλικιώνονταν, ανάλογα πόσο στενή σχέση είχαν με τον σουλτάνο, αναλάμβαναν ως αντίτιμο και διάφορες διοικητικές θέσεις και αξιώματα.
Χρόνια αργότερα, το «τσογλάνι» έφτασε να σημαίνει τον νεαρό βοηθό του καφετζή. Κάποιοι μπερδεύουν τα «τσογλάνια» με τα «ατζεμί ογλάν», τα οποία ήταν ανάμεσα στα παιδιά που έμειναν μετά την πρώτη διαλογή του παιδομαζώματος και γίνονταν Γενίτσαροι
-Δημητράκος Β. Δημήτριος, Νέον ορθογραφικόν και ερμηνευτικόν λεξικόν, 1970: «Παιδομάζωμα, Η επί τουρκοκρατίας αρπαγή μικρών χριστιανοπαίδων. Παιδολόγι».

"ΣΟΥΡΓΕΛΟ"

ΣΟΥΡΓΕΛΟ σε τέσσερις εκδοχές....
1. Συγχώνευση/συμφυρμός ( σούρνω + γελώ) = επισύρω, προκαλώ γέλιο. Με ουσιαστικοποίηση: το πρόσωπο που προκαλεί τον χλευασμό, την αποδοκιμασία, το γέλιο των υπολοίπων, το αντικείμενο χλευασμού/ εμπαιγμού, ψώνιο, ρεντίκολο, γελοίος, φαιδρός.(Γ. Μπαμπινιώτης)
2. Πιθανόν από το ιταλικό suggello < sigilum < signum = στίγμα,σημάδι, στίξη. Μέθοδος σήμανσης των διαπομπευμένων. Η αλλαγή του τονισμού από σουγγέλλο σε σούγγελο> σούργελο ίσως οφείλεται στην επίδραση του σούρνω και γελώ.(Άρης Στουγιαννίδης)
3. Προφανής παρετυμολόγηση: από το Αγγλικό sure (σίγουρος) + γέλως. Δηλαδή όταν τον βλέπεις, γελάς στα σίγουρα!
4. Από το sur (super = υπέρ, πάνω) + γελοίος. Ο υπέρ το δέον γελοίος.

"ΜΙΘΡΙΔΑΤΙΣΜΟΣ"

1. Βαθμιαία εξοικείωση του ανθρώπινου οργανισμού σε ειδικά δηλητήρια, εθισμός με αποτέλεσμα την απόκτηση ανοσίας. 2. Σταδιακή εξοικείωση του ανθρώπου σε δυσάρεστες καταστάσεις με πολύ αργό ρυθμό, σε βάθος χρόνου με συνέπεια την αδυναμία αντίδρασης. Αλλαγές που γίνονται βαθμιαία,ώστε να είναι ανεπαίσθητες.
Μορφή μιθριδατισμού είναι και ο εμβολιασμός.
Η λέξη προέρχεται από το θρυλικό τελευταίο βασιλιά του Πόντου Μιθριδάτη Στ' Ευπάτορα Διονύσιο (132-63 π.Χ.), που φέρεται να έπινε επί πολλά χρόνια μικρές δόσεις από δηλητήριο, για να συνηθίσει ο οργανισμός του και να μην μπορούν να τον δολοφονήσουν με αυτό τον τρόπο. Αντιστάθηκε στον ρωμαίο Πομπήιο, προσπαθώντας να διαφυλάξει το ελληνιστικό του βασίλειο στον Πόντο, αλλά ηττήθηκε (Γ´ Μιθριδατικός πόλεμος). Για μην παραδοθεί και για να αποφύγει τον εξευτελισμό στη Ρώμη, έδωσε εντολή να αυτοκτονήσουν όλες οι γυναίκες και τα παιδιά του και ύστερα αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει και ο ίδιος.
Επειδή όμως ο οργανισμός του είχε συνηθίσει στα δηλητήρια, τον σκότωσε τελικά-ύστερα από επιθυμία του- ένας Γαλάτης μισθοφόρος. Μετά το θάνατό του, το κράτος του Πόντου έγινε ρωμαϊκή επαρχία..
Ο Γαληνός, στο έργο του «Γαληνική Φαρμακευτική» περιγράφει τη σύσταση των δηλητηρίων που χρησιμοποιούσε ο καχύποπτος, αλλά και υπερήφανος Μιθριδάτης.


"ΚΑΝΔΑΥΛΙΣΜΟΣ"

Το να επιδεικνύει κάποιος τη σύντροφό του σε άλλους, κυρίως μέσα από φωτογραφίες.
Κατά τον Krafft-Ebing ο όρος "candaulism" υποδηλώνει μια σεξουαλική προτίμηση που σχετίζεται με ηδονοβλεπτική διέγερση.
Ο όρος από τον μυθικό βασιλιά της Λυδίας Κανδαύλη, ο οποίος ήταν πολύ ερωτευμένος με τη γυναίκα του και υπέρμετρα υπερήφανος για την ομορφιά της.
Διαρκώς παίνευε την ομορφιά της στον υπηρέτη του, τον Γύγη και, για να αποδείξει τα λεγόμενά του, τον έβαλε κρυφά στο υπνοδωμάτιό του, προκειμένου να τη δει γυμνή. Η γυναίκα τον αντιλήφθηκε και το άλλο πρωί του έθεσε το εκβιαστικό δίλημμα: ή θα πέθαινε αυτός που μηχανεύτηκε το σχέδιο ή αυτός που το έκανε πράξη.
Έτσι ο Γύγης σκότωσε τον Κανδαύλη κι έπειτα πήρε τη γυναίκα και το βασίλειο.
(Ηρόδοτος: Βιβλίο 1 - Κλειώ 1.7 - 1.12)

"....ΤΟ ΠΑΕΙ ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ...."


ΧΑΛΙ ΝΑ ΜΕ ΠΑΤΗΣΕΙΣ

Η έκφραση έχει τις ρίζες της στο Βυζάντιο, όπου η κολακεία θεωρείτο προσόν για όποιον ονειρευόταν μια θέση στα ανάκτορα.
Οι «αυλοκόλακες» μαθήτευαν σε ειδικούς δασκάλους, προκειμένου να καταστούν κατάλληλοι γι αυτό το αξίωμα. Κατά την επανάσταση του στρατηγού Λεόντιου, οι επαναστάτες συνέλαβαν και έκοψαν τη μύτη του πνευματικά ασταθούς αυτοκράτορα Ιουστινιανού Β' (εξού και ρινότμητος). Λέγεται ότι οι κόλακές του έκοψαν κι αυτοί τις μύτες τους, για ευνόητους λόγους.
Οι κόλακες διαγκωνίζονταν μεταξύ τους ποιος θα ταπεινωθεί περισσότερο, ώστε να γίνει αρεστός στον αυτοκράτορα. Ήταν πρόθυμοι να σκύψουν για να πατήσει πάνω τους ή να κάνουν οποιαδήποτε εκδούλευση, προκειμένου να κερδίσουν την εύνοιά του.
Απ' αυτήν την ταπεινή συμπεριφορά των αυλοκολάκων έμεινε ως τα χρόνια μας η φράση, όταν θέλουμε να πείσουμε κάποιον από τον οποίο ζητάμε μια χάρη, ή όταν θέλουμε να τον ευχαριστήσουμε εμφατικά.

ΔΑΜΟΚΛΕΙΟΣ ΣΠΑΘΗ

Συνεχής θανάσιμος κίνδυνος που απειλεί τη ζωή κάποιου ή επικείμενη καταστροφή, είτε απειλή τιμωρίας μεγάλου μεγέθους.
Σύμφωνα με τον Κικέρωνα, ο κόλακας Δαμοκλής μακάριζε συνεχώς την ευτυχισμένη ζωή των ηγεμόνων. Έτσι, ο Διονύσιος αποφάσισε να του δώσει ένα μάθημα: του παραχώρησε για μια μέρα το θρόνο του και διέταξε όλους τους αυλικούς του να υπακούν τον Δαμοκλή για μια μέρα, σαν αληθινό βασιλιά.
Την ώρα που απολάμβανε τη βασιλική μεταχείριση, είδε έντρομος πάνω από το κεφάλι του να κρέμεται ένα μεγάλο σπαθί το οποίο συγκρατούσαν τρίχες αλόγου, που θα μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να κοπούν με αποτέλεσμα το σπαθί να πέσει στο κεφάλι του.Όταν ρώτησε τον Διονύσιο, εκείνος του είπε: «Το σπαθί το τοποθέτησα εγώ ο ίδιος εκεί για να μου θυμίζει να παίρνω τις σωστές αποφάσεις για το λαό μου και σε πόσο μεγάλο κίνδυνο είναι η ζωή μου καθημερινά».
Πανικοβλημένος και συνειδητοποιώντας ταυτόχρονα πόσο διαφορετική είναι η ζωή ενός άρχοντα συγκριτικά με αυτό που πίστευε, άλλαξε αμέσως άποψη για τα μεγαλεία και τις τιμές και ζήτησε να μεταφερθεί στη παλαιά ταπεινή του θέση.
Το ανέκδοτο βρέθηκε στη χαμένη ιστοριογραφία της Σικελίας από τον Τιμαίο τον Ταυρομενίτη (356-260 π.Χ). O Κικέρωνας, ίσως το διάβασε στο Διόδωρο Σικελιώτη, ο οποίος το χρησιμοποίησε στο "Ερωτήσεις Τυσκυλανές" (5, 61-62), πράγμα το οποίο σημαίνει πως έτσι πέρασε και στην ευρωπαϊκή κουλτούρα.


ΣΑΝ ΓΥΦΤΙΚΟ ΣΚΕΠΑΡΝΙ

Για κάποιον που επιδεικνύεται αυτάρεσκα, κορδώνεται όλο περηφάνια ή καυχιέται χωρίς λόγο ή κάνει τον σπουδαίο, χωρίς να έχει κάτι αξιόλογο να επιδείξει.
Κατά τον Ν. Σαραντάκο, η έκφραση προέρχεται από τους γύφτους, που ήταν τεχνίτες στα χωριά, σιδεράδες, χαλκιάδες, αλλά και εκτελούσαν περιστασιακά γεωργικές εργασίες. Επειδή το γύφτικο σκεπάρνι έχει λαβή κυρτή και θυμίζει άνθρωπο που κορδώνεται με την κοιλιά προς τα έξω, σαν να έχει λόρδωση.
Κατά άλλη εκδοχή, η φράση προέρχεται από τους τσιγγάνους που δούλευαν εποχιακά στα χωράφια και περπατούσαν με το σκεπάρνι στον ώμο,που, καθώς ήταν υπερυψωμένο, ξεχώριζε από μακριά.
Αναφέρεται στον Όμηρο (ε 237): σκέπαρνον εΰξοον= σκεπάρνι ακονισμένο.

"Δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα"

Για διένεξη που αφορά ξένες υποθέσεις, χωρίς προσωπική εμπλοκή ή όφελος, γαϊδούρια που τσακώνονται για τροφή που δεν θα φάνε.
Κατά την επικρατέστερη εκδοχή, η πατρότητα της φράσης ανήκει στον Θ. Κολοκοτρώνη: πριν την επανάσταση, ενώ βρισκόταν στη Ζάκυνθο,άκουσε πως ο Ναπολέοντας μάλωνε με τον Τσάρο της Ρωσίας, για το ποιος θα έπαιρνε την Πολωνία. Όταν ρώτησε και του είπαν πως ήταν μία χώρα, ούτε γαλλική ούτε ρωσική και πως τσακώνονταν οι δύο Μεγάλοι ποιος θα την πάρει, φέρεται να είπε: "Δυο ψυχικοί (γάϊδαροι) μαλώνουνε σε ξένο αχυρώνα."
Κι αν ο πρώτος δεν είναι ο Κολοκοτρώνης, αυτός μας την έκανε γνωστή. Η φράση «μαλώνουν σε ξένο αχυρώνα» μεταφράστηκε στο επίσημο site του ΥΠΕΞ ως «picking a fight for someone else’s barn»

ΧΑΜΑΙΤΥΠΕΙΟ


ΤΕΛΙΚΟ Ν


ΤΡΟΪΚΑ

ΤΡΟΪΚΑ
Παραδοσιακή ιππήλατη άμαξα, έλκηθρο, που το έσερναν τρία άλογα ζευγμένα κατά μέτωπο. Πρωτοεμφανίστηκε τον 17ο αι, σε Ουγγαρία και Ρωσία, αρχικά ως εμπορικές- ταχυδρομικές άμαξες που ανέπτυσσαν ταχύτητα περίπου 50 χλμ. & εξελίχθηκαν σε κατεξοχήν σύμβολο υψηλής κοινωνικής θέσης.
Χαλινάρια είχε μόνον ο μεσαίος ίππος, που ήταν κάτω από αψίδα & την άμαξα, ενώ οι πλαϊνοί ήταν λοξά συζευγμένοι μ' αυτόν. Στη δεκαετία του 1920 η λέξη έλαβε πολιτική σημασία δηλώνοντας την κυβερνητική τριανδρία (Στάλιν-Ζινόβιεφ-Κάμενεφ που είχαν κάνει μέτωπο κατά του Τρότσκι), με συνέπεια να καταστεί διεθνής όρος σε αναφορές τριανδρίας, ή οποιασδήποτε τριπλής διοίκησης, ή τριμελούς επιτροπής.
Στα ελληνικά η λέξη πρέπει να πέρασε στη δεκαετία του 1950.
Η Τρέχουσα σημασία: Τριμελής επιτροπή από
την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Κομισιόν
την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ)
το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ)
Όπως αναφέρει ο Γ. Μπαμπινιώτης, εφόσον η λέξη έχει εισαχθεί-ενσωματωθεί στην ελληνική γλώσσα πρέπει και να κλίνεται. Η τρόικα, της τρόικας...

ΜΕ ΤΟ ΝΙ ...&... ΜΕ ΤΟ ΣΙΓΜΑ

Αυτολεξεί, με κάθε λεπτομέρεια.
Σύμφωνα με τον Ν. Σαραντάκο, παλαιότερα οι μαθητές διδάσκονταν τους τύπους της καθαρεύουσας με τα τελικά "ν" & "ς", η χρήση των οποίων έκανε τις λέξεις κομψότερες και πληρέστερες, ενώ ο προφορικός λόγος τα παρέλειπε. 
Όποιος λοιπόν μιλούσε με το νι και με το σίγμα, μιλούσε σωστά και τέλεια. Στα θηλυκά τριτόκλιτα σε -ις κατέληξε να φύγει το τελικό -ς. Π.χ. πόλις, πόλι.
 Κατά άλλη εκδοχή, παλαιότερα, κατά τη διδασκαλία των υποκοριστικών, ο δάσκαλος εξηγούσε ότι η κατάληξη στα μεσαιωνικά χρόνια ήταν σε ιον και ιν, για να καταλήξει στο τέλος το απλό ι . Π.χ. παιδίον, παιδίν, παιδί.Όταν λοιπόν στους τελευταίους αιώνες άρχισαν να γράφουν το χέρι, το πόδι, χωρίς το --ν και η πίστι, η πόλι χωρίς το -ς, οι τύποι που είχαν το νι και το σίγμα θεωρούνταν σωστότεροι και κομψότεροι.


"ΓΚΛΑΜΟΥΡΙΑ" και ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ!!!

Αντιδάνειο: αγγλική glamour < σκωτικά glamer (=γοητεία, ομορφιά) < μέσα αγγλ. gramarye (=γραμματική, μάθηση, απόκρυφη γνώση) < αρχ. γαλλικά gramaire (γραμματική) < λατιν. grammatica < αρχ. ελλην. γραμματική < γράμμα < γράφω < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *gerbʰ- (=χαράσσω)
Αντιδάνειο: αγγλική glamour < σκωτικά glamer (=γοητεία, ομορφιά) < μέσα αγγλ. gramarye (=γραμματική, μάθηση, απόκρυφη γνώση) < αρχ. γαλλικά gramaire (γραμματική) < λατιν. grammatica < αρχ. ελλην. γραμματική < γράμμα < γράφω < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *gerbʰ- (=χαράσσω)

ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ

<μέλας(=μελανός-μαύρος) + χολή.
Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν πως στον οργανισμό ρέουν σωματικοί χυμοί. Από την ισορροπία ή τον βαθμό ανάμιξης αυτών των χυμών εξαρτάται η διάθεση του ανθρώπου. Ο Ιπποκράτης αναφέρει το αίμα, τη χολή, τη μέλαινα χολή και το φλέγμα. H μελαγχολία οφείλεται στη µέλαινα χολή, που, όταν επικρατεί, οδηγεί στην αθυμία και στη σκυθρωπότητα, τη λύπη.
Για πρώτη φορά ερμηνεύεται η συµπεριφορά µας ως αποτέλεσµα φυσιολογίας και όχι σε σχέση µε θεούς, δαίµονες και άστρα. Κάτι µέσα µας παράγει συµπεριφορές, διαµορφώνει χαρακτήρες.

17 Σεπτεμβρίου 2017

" ΚΑΛΛΙΟΠΗ, Η ΜΟΥΣΑ ΤΩΝ ΦΑΝΤΑΡΩΝ

Πώς η Καλλιέπουσα, προστάτιδα της επικής ποίησης και της ευγλωττίας, συνδέθηκε με την αγγαρεία στις τουαλέτες....
Το 1930, ο Ελ. Βενιζέλος εγκαινίασε στην Ομόνοια τον υπόγειο σιδηροδρομικό σταθμό, με 8 περιμετρικούς αεραγωγούς. Επάνω στους κίονες των εξαερισμών τοποθετήθηκαν από τον τότε δήμαρχο Σπύρο Μερκούρη 8 καθιστά αγάλματα με θέμα τις Μούσες- που όμως ήταν 9. Το άγαλμα που περίσσευε τοποθετήθηκε προσωρινά στο υπόγειο του σταθμού, δίπλα στις δημόσιες τουαλέτες.Ήταν η ΚΑΛΛΙΟΠΗ, η ευγενέστερη απ' όλες, η Μούσα της Επικής Ποίησης.Ρωτώντας για τις δημόσιες τουαλέτες, η απάντηση ήταν "Κάτω, στην Καλλιόπη!" (Έτσι έμεινε η φράση, που χρησιμοποιείται κυρίως στη στρατιωτική Αργκό.)
Το αποτέλεσμα θεωρήθηκε αντιαισθητικό, επειδή η πλατεία έμοιαζε με τεράστια τούρτα και οι κίονες με υπερμεγέθη κεράκια.Το 1936, στη διάρκεια μιας διαδήλωσης κατά του Μεταξά, έπεσε από τη βάση της μια Μούσα, τραυματίζοντας κάποιους πολίτες. Ο τότε δήμαρχος Κ. Κοτζιάς βρήκε μια άριστη αφορμή και τις κατεδάφισε.Έκτοτε σκόρπισαν ανά την Ελλάδα: δύο βρίσκονται στις Καρυές Λακωνίας, άλλες δύο στην Αμοργό, και τέσσερις στην Καρδίτσα. Η τύχη της Καλλιόπης αγνοείται μέχρι σήμερα.

08 Σεπτεμβρίου 2017

Σχόλη - σχολή-σχολείο...

Ιδού η Ρόδος, ιδού κι το πήδημα!!!


Παροιμιώδης έκφραση που προέρχεται από τον μύθο του Αισώπου «Ανήρ κομπαστής» και χρησιμοποιείται για όσους καυχιούνται για κάτι και το υποστηρίζουν, αλλά αδυνατούν να αποδείξουν τα λεγόμενά τους.
Σύμφωνα με το μύθο, ένας αθλητής που βρισκόταν στην Αθήνα καυχιόταν ότι είχε πραγματοποιήσει ένα τεράστιο άλμα σε αγώνες στην Ρόδο. Καθώς δεν τον πίστευε κανείς, αυτός έλεγε στους Αθηναίους να πάνε στη Ρόδο και να ρωτήσουν τους θεατές των αγώνων, κάτι σχεδόν ακατόρθωτο, αφού δεν υπήρχαν μεταγωγικά πλοία και τα ταξίδια γίνονταν με τα εμπορικά.
Τότε ένας Αθηναίος, για να τον χλευάσει, πήγε στο σκάμμα, έγραψε με το χέρι πάνω στην άμμο τη λέξη «Ρόδος». Κατόπιν γύρισε προς τον καυχησιάρη αθλητή και του είπε: «Αυτού γαρ και Ρόδος και πήδημα», το οποίο έχει μείνει ως «ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα». Το προφανές νόημα είναι ότι ο καθένας έχει οποτεδήποτε την δυνατότητα να αποδείξει τις δυνατότητές του και δεν χρειάζεται η επίκληση μυθικών προγόνων, κατορθωμάτων κτλ.

Φλομώσαμε !!!


φλομώνω < φλόμος = το φυτό verbascum
Κυριολεκτικά: γεμίζω με καπνό ή με άσχημη μυρωδιά ένα χώρο, δημιουργώ αποπνικτική ατμόσφαιρα.
Μεταφορικά: ζαλίζω τους άλλους με αερολογίες, ψέματα ή κενές υποσχέσεις, ζαλίζομαι, γίνομαι κίτρινος, χάνω το χρώμα μου.
Κατά τον χρονικογράφο Ε.Κ. Στασινόπουλο, στην παλιά Αθήνα που δεν υπήρχε αποχετευτικό δίκτυο ούτε υπηρεσίες καθαριότητας, ο φλόμος φύτρωνε στα λιμνάζοντα νερά των δρόμων και δημιουργούσε δυσάρεστη ατμόσφαιρα. Χρειάστηκε οργανωμένο σχέδιο, του τότε δημάρχου Ανάργυρου Πετράκη,ώστε να ανοιχτούν χαντάκια αποστράγγισης και να ξεριζωθούν οι φλόμοι. Έτσι έπαυσαν οι Αθηναίοι να «φλομώνουν» από την αποπνικτική μυρωδιά. Τότε λέγεται ότι βγήκε και η έκφραση.
Ο Φλόμος είχε διαδεδομένη εφαρμογή στο ψάρεμα. Οι αλιείς από την αρχαιότητα επεξεργάζονταν κι έριχναν τον φλόμο μέσα στη θάλασσα.. Με αυτόν τον τρόπο νάρκωναν τα ψάρια, τα ζάλιζαν και τα έπιαναν πολύ εύκολα. Σήμερα αυτή η πρακτική είναι απαγορευμένη για την προστασία των ευπαθών αλιευμάτων.

ΑΛΑΜΠΟΥΡΝΕΖΙΚΑ


Δημώδης έκφραση που χαρακτηρίζει ακατάληπτες έννοιες, λόγια χωρίς νόημα.
1η Εκδοχή: Όπως λέμε “αλά γαλλικά”, έτσι & “αλά μπουρνέζικα”. Η φράση αναφέρεται στη διάλεκτο της φυλής Μπουρνού του Σουδάν, όπου μιλούσαν ένα συνδυασμό της αραβικής, με στοιχεία της τοπικής διαλέκτου. Κατά την Επανάσταση του 1821, μέλη της φυλής Μπουρνού ήρθαν στην Ελλάδα με το εκστρατευτικό σώμα του Ιμπραήμ. Επειδή ηχούσαν δύσκολα και ακαταλαβίστικα, με τα χρόνια η “αλά Μπουρνού” ταυτίστηκε με οτιδήποτε ακαταλαβίστικο.
2η Εκδοχή : Από το Λιβόρνο της Ιταλίας, όπου χρησιμοποιούσαν μια ιδιαίτερη διάλεκτο, την vernacolo, που είχε στοιχεία από την Τοσκανική αλλά και πάρα πολλούς ιδιωματισμούς. Στην περιοχή ζούσαν αρκετοί Έλληνες οι οποίοι ένωσαν τις δύο διαλέκτους και σε αυτές πρόσθεσαν και ελληνικά στοιχεία, με αποτέλεσμα να μιλούν εντελώς “αλιβορνέζικα” ελληνικά! Κατά μία πραλλαγή, οι κάτοικοι των Κυκλάδων και ειδικότερα της Σύρου, την εποχή της Ενετοκρατίας θεωρούσαν την περιοχή του Λιβόρνο ως πόλη -πρότυπο και εκτιμούσαν ό,τι προερχόταν από εκεί.
3η Εκδοχή: Από την ιταλική λέξη “burla”=“ αστεία” Η λέξη “αλαμπουρνέζικα” προέκυψε από παραφθορά της φράσης “alla burla”, που θα πει “στ’ αστεία”.

Η ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΤΟΥ "ΩΣ" Προσοχή στη διάκριση ως - σαν

                           Ως φιλόλογος οφείλω να διευκρινίσω ότι:
Το «ως» χρησιμοποιείται ΜΟΝΟ για πραγματικές ιδιότητες ή για κάτι που ο ομιλητής θεωρεί αληθές.
Το «ως» ακολουθείται από κατηγορούμενο στην κατάλληλη πτώση.
"Η Ελλάδα αναγνωρίζεται ως ανεξάρτητο κράτος"
"Η εκλογη του ως βουλευτή (όχι ως βουλευτής)"
«Τον απάλλαξαν ως πολύτεκνο..."

Το «σαν» είναι ομοιωματικό μόριο και χρησιμοποιείται στις συγκριτικές δομές, για παρομοιώσεις:
"πολεμούσαν σαν λιοντάρια" (όχι ως, διότι δεν είναι λιοντάρια)
περπατούσε σαν μεθυσμένος (δεν ήταν μεθυσμένος)
"Μίλησε σαν δικηγόρος" (χωρίς να είναι)

    Επίσης σε λαϊκότερες εκφράσεις υποκαθιστά το "ως"
  1. πρέπει να μιλήσουμε σαν άντρας με άντρα.
  2. ο Πέτρος έπρεπε να σε συμβουλέψει σαν φίλος σου που είναι.
  3. είχε καλή καρδιά, σαν όλα τα ευαίσθητα παιδιά.

Φαιδρά αποτελέσματα: Φέρθηκα ως ηλίθιος(άρα είμαι)
Λειτούργησα ως άσχετος (είμαι άσχετος)

(Ανάλογη διάκριση υπάρχει στην αγγλοσαξονική διάλεκτο, η οποία χρησιμοποιεί χωρίς να γίνεται λάθος: as = ως και like = σαν)

25 Αυγούστου 2017

Όσο ο ήλιος και να λάμπει,..... στην Ελλάδα είναι βράδυ..........


Στη νέα Ελλάδα βραδιάζει από τις 12 το μεσημέρι.....
Καλημέρα τα μεσάνυχτα!..... Καλησπέρα το καταμεσήμερο!
Έξω ντάλα μεσημέρι, πού είναι η «εσπέρα»; Και όμως...
Ένας άτοπος χαιρετισμός, απόρροια δυσκαμψίας και εγκλωβισμού στο δόγμα: από τις 12.01 π.μ. είναι πρωί και λέμε «καλημέρα!» μέχρι τις 12.00μ. Από τις 12:01 μ.μ. είναι απόγευμα και λέμε «καλησπέρα!» μέχρι τις 12:00 τα μεσάνυχτα!"
Και το μεσημέρι διαρκεί μόνο ένα λεπτό??????
Αιώνες τώρα, στη χώρα του φωτός, τη "μέρα" καθόριζε ο ήλιος: Με την Ανατολή λέγαμε "Καλημέρα" (και τη βλέπαμε) και κατά το σούρουπο "Καλησπέρα" (και φαινόταν)....
Ποιο γλωσσικό φιρμάνι επέβαλε την καλησπέρα μες στο καταμεσήμερο, ιδιαίτερα το καλοκαίρι, που έχουμε μπροστά μας άλλη τόση ή και περισσότερη μέρα απ’ όση ήδη πέρασε?
Σιγά, μην πω καλησπέρα το μεσημέρι, όταν ο ήλιος μεσουρανεί. Εμείς ως τις 4 έχουμε μεσημέρι (εξού και οι ώρες μεσημβρινής ησυχίας), και μετά έχουμε απόγευμα.....
Εσπέρα είναι το χρονικό διάστημα από τη στιγμή που αρχίζει να δύει ο ήλιος, μέχρι να απλωθεί το σκοτάδι, εξού και Εσπερινός.
Οι μεσημβρινοί Καλησπεριστές, πάντως, αποχαιρετούν λέγοντας "καλό απόγευμα. Εγώ τους αποχαιρετώ με "καλό βραδάκι!", για να μην πω ¨Καληνύχτα"
Και μετά τις 12 τη νύχτα λέμε "Καλημέρα", συνεχίζουν οι παντογνώστες.
Τι λέτε, ωρέ γλωσσόπουλα; Καλημερίζουμε την ώρα που πέφτουμε για ύπνο? Τρελαθήκαμε εντελώς??? Αν και είδα κάποιον παρουσιαστή να καλημερίζει μες στη μαύρη νύχτα, στις ειδήσεις των 12. Αιώνες τώρα, από το μεσημέρι ως το απόγευμα λέγαμε χαίρετε ή γεια σου -γεια σας,
ενώ καλησπέρα λέγαμε, όταν σουρούπωνε, πλησίαζε το βράδυ πια, δηλαδή η εσπέρα. Η καλησπέρα, πάντως, μετά τις 12 το μεσημέρι,
προέκυψε από καταχρηστική επίδραση του αγγλικού "good αfternoon", το οποίο όμως σημαίνει "καλό απομεσήμερο", "καλό απόγευμα".
Οι Γάλλοι λένε «καλημέρα» (bonjour) όσο έχουν ακόμα ημέρα μπροστά τους, δηλαδή ως αργά το απόγευμα, και ως μεσημέρι (midi) θεωρούν μόνο τη 12η ώρα. Μετά έχουν απόγευμα (après midi= μετά το μεσημέρι). Αλήθεια, σας καλησπέρισα? Όχι!!! Περιμένω το ηλιοβασίλεμα.


03 Ιουνίου 2017

Ἅ γ ο ς καί ἄ γ ο ς

Βύρων Λεοντάρης

Τό δεύτερο ἀντιθέτου σημασίας πρός τό πρῶτο

καί διά τοῦτο ἀκριβῶς συνεφύρθη γραφικῶς πρός ἐκεῖνο,

ὅθεν πολλάκις ἐδασύνθη μέν καί τοῦτο, ἐψιλώθη δέ καί ἐκεῖνο

καί ἐθεωρήθησαν μία καί ἡ αὐτή λέξις...

Γιά τούς λεξικογράφους τέτοιες διακρίσεις

ὄχι γιά μᾶς πού κύλησε ἡ ζωή μας ὅλο συμφυρμούς

πού ἐδασύνθημεν καί ἐψιλώθημεν ἀμέτρητες φορές

πού ὅποιες σημασίες κι ἄν πήραμε καμμιά τους δέ μᾶς ταίριαζε

Καί διά τοῦτο ἀκριβῶς

γιά μᾶς

καί ἅγος καί ἄγος

καί ἁγίασμα κι ἀγιάζι

καί ἀγώνας καί ἀγωνία

τό ἴδιο ἄγχος καί Ἄουσβιτς τοῦ λόγου καί τῆς ὕπαρξης.  

19 Μαΐου 2017

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ


                                                   ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ
Ελένη: κατά μία εκδοχή (Georg Curtius) προέρχεται από το σέλας, απ' όπου πιθανότατα προήλθαν και τα: Σελήνη, Ελλάς και σήμαινε λαμπερή, απαστράπτουσα.
 Το « Ἑλένη» διέθετε δασεία πριν το αρχικό γράμμα, η οποία αντικατέστησε το  «σ».
Σ   την Ομηρική του έννοια το Ἑλένη είναι σύνθετο από τον Αόριστο β' του αἱρέω -ῶ = συλλαμβάνω, κυριεύω <εἷλον [θέμα ἑλ-] / παθ. ἁλίσκομαι > ἑάλων, ἥλων, και από το ναῦς, νεώς / νηός = πλοίο, που σημαίνει ακριβώς:
"αυτή για την οποία καταστράφηκαν τα πλοία" των Αχαιών.

30 Μαρτίου 2017

Κάδμος



ΟΔΥΣΣΕΙΑ - Ευγένιος Σπαθάρης


Το παλάτι της Κνωσού


Το παλάτι της Κνωσού σε μια εκπληκτική τρισδιάστατη απεικόνιση. from tlt on Vimeo.

27 Ιανουαρίου 2017




Ετυμολογία:
1. Πιθανότατα, από το έρμα =σωρός λίθων, επειδή οι λιθοσωροί πάνω από τους τάφους ήταν συνδεδεμένοι με τον Ψυχοπομπό Ερμή.
2. Κατ' άλλους από το έρυμα, αμυντικό οχύρωμα, πρόχωμα, οχυρό.
3. Κατά τον Πλάτωνα, από το αρχαιοελληνικό ρήμα: εἴρω, το οποίο έχει δύο σημασίες:
α) συνδέω, ενώνω (εξού και «ειρήνη» = ο συνδετικός κρίκος, που ενώνει τους ανθρώπους)
β) λέγω, ομιλώ, αναγγέλλω.
Ο Ερμής, εκτός των άλλων, ήταν ο αγγελιοφόρος των θεών, αλλά και γενικότερα ο θεός του λόγου, της επικοινωνίας, της νόησης, της ομιλίας, της ευφράδειας. Επεξηγούσε στους ανθρώπους τη βούληση των θεών, ήταν, δηλαδή ο “εξηγητής” και γι αυτό οι λέξεις: ερμηνεία, ερμηνευτής, διερμηνέας, ερμηνευτικός, έρμαιο, κ.ά. φέρουν το όνομα του.
Κατά το Μεσαίωνα συνδυάστηκε με τους Αλχημιστές (Hermetici > Ερμητικοί) και ιδιαίτερα με την τεχνική να σφραγίζουν τα δοχεία τους με αποτέλεσμα η λέξη ερμητικός να δηλώνει το εντελώς κλειστό, το σφραγισμένο.
Οι εμπορικοί δρόμοι των αστικών κέντρων είναι, συνήθως, αφιερωμένοι στο θεό Ερμή, τον Κερδώο Ερμή (οδός Ερμού), ο οποίος ήταν και προστάτης του εμπορίου. Στα Λατινικά: Mercurius > ιταλ. mercato, γαλλ: mercenaire, αγγλ.: market…

22 Ιανουαρίου 2017

ΣΥΝΗΘΗ ΓΛΩΣΣΙΚΑ ΛΑΘΗ - "εξ απαλών ονύχων"



                                          "ΕΞ ΑΠΑΛΩΝ ΟΝΥΧΩΝ"
  ΣΩΣΤΟ: Κυριολεκτικά, από τότε που τα νύχια ήταν μαλακά,/απαλά, από μωρό, από μικρό παιδί,      παιδιόθεν, από πολύ μικρή ηλικία, και κατ' επέκταση από πολύ νωρίς, δηλαδή από πάντα, και δηλώνει την  εξοικείωση με κάτι.
 "Η οικολογική συνείδηση πρέπει να καλλιεργείται εξ απαλών ονύχων!"
 "Ήτο βιοπαλαίστρια εξ απαλών ονύχων, η πτωχή κόρη». (Παπαδιαμάντης, "Ποία εκ των δύο", Άπαντα, 4  .107)


  ΛΑΘΟΣ:Χρησιμοποιείται λανθασμένα, όταν θέλουμε να πούμε ότι κάτι έγινε ή το γνωρίζουμε πολύ    επιδερμικά, επιπόλαια, ξώφαλτσα επιφανειακά, ήπια, πρόχειρα, με το γάντι, χωρίς οξύτητα, ακροθιγώς.
 «Ασχολήθηκε με αυτό το θέμα εξ απαλών ονύχων»
 "Έκανε μεν κριτική, αλλά ... εξ απαλών ονύχων"


18 Ιανουαρίου 2017

Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΑΛΚΥΟΝΗΣ

Όλη τη νύχτα τη νύχτα δεν έκλεισε μάτι. Κάθε τόσο πεταγόταν στο παράθυρο, κι άκουγε τη φουρτουνιασμένη θάλασσα που χτυπούσε με μανία τα βράχια της παραλίας.
Του είχε πει αποβραδίς να μη βγει για ψάρεμα. Μερικά συννεφάκια που είχαν καθίσει στον κορφή του βουνού ήταν κακό σημάδι, προμήνυμα κακοκαιρίας. Πρώτη φορά είχαν καβγαδίσει. Χρόνια παντρεμένοι δεν είχαν ανταλλάξει κακιά κουβέντα. Εκείνος όμως ήταν σίγουρος για την ικανότητά του να κουμαντάρει τη βάρκα του ακόμα και στις πιο μεγάλες τρικυμίες, όταν κανένας άλλος ψαράς δεν τολμούσε ούτε στην παραλία να πλησιάσει.
Σκέφτηκε να αναζητήσει τον πατέρα της, αλλά αμέσως το μετάνιωσε. Κι άλλες φορές τον είχε παρακαλέσει να βοηθήσει τον άντρα της όταν φυσούσε και φοβόταν μη βουλιάξει η βάρκα του και πνιγεί ο Κήυκας στα παγωμένα κύματα. Εκείνος όμως δεν άκουγε τα παρακάλια της. Συνέχιζε με τον ασκό στην πλάτη του να ταξιδεύει σε στεριές και θάλασσες.
Ξημέρωσε. Με την καρδιά της πλημμυρισμένη κακά προαισθήματα, κατέβηκε στην παραλία. Ο άνεμος είχε κοπάσει. Τα κύματα έσκαζαν τραγουδιστά πάνω στην άμμο, αφήνοντας πίσω τους αφρούς. Λύγισαν τα γόνατά της όταν είδε τα κομματιασμένα ξύλα κι ένα κουρελιασμένο πανί, σκαλωμένα στα βράχια. Βρήκε το σώμα του άντρα της μακριά από τα συντρίμμια της βάρκας του.
Στην αρχή νόμισε η Αλκυόνη ότι τον είχε πάρει ο ύπνος, τόσο γαλήνιο και όμορφο ήταν το πρόσωπό του, όπως τον έβλεπε κάθε πρωί όταν ξυπνούσε πρώτη. Της άρεσε να τον παρατηρεί στο κρεβάτι πλάι της, μετά το νυχτερινό ερωτικό παραλήρημα, νέο και δυνατό, το δασύτριχο στήθος του να ανεβοκατεβαίνει ρυθμικά σε κάθε ανάσα του. Ο Κήυκας όμως τώρα πια ήταν νεκρός, το σώμα του παγωμένο.
Άκουσαν οι Νηρηίδες το σπαραγμό της Αλκυόνης, σταμάτησαν τα παιχνίδια τους στη θάλασσα και πλησίασαν στην παραλία. Πριν προλάβουν όμως να τη συγκρατήσουν, η κοπέλα σκαρφάλωσε στον ψηλό βράχο κι έπεσε στη θάλασσα.
Γύρισε κι ο Αίολος το πρωί κατάκοπος από το νυχτερινό ταξίδι, με άδειο τον ασκό του. Έπεσε να κοιμηθεί, αλλά δεν τον άφησαν τα μοιρολόγια των Νηρηίδων που σπάραζαν για το χαμό της Αλκυόνης.
Πρωί πρωί την άλλη μέρα ανέβηκε ο Αίολος στον Όλυμπο ανταριασμένος. Όρμησε στο παλάτι του Δία και τον βρήκε να κάθεται γαλήνιος στο θρόνο του.
- Φέρε πίσω τη κόρη μου, πατέρα, κι εγώ θα σου στέλνω τον αγέρα μου να σε δροσίζει τα ζεστά καλοκαίρια και θα πλημμυρίζω το παλάτι σου με όλα τα αρώματα της γης για να ευφραίνεται η καρδιά σου.
- Γιέ μου, θα γίνει το θέλημά σου. Θα μεταμορφώσω την κόρη σου σε ένα όμορφο πουλί που θα έχει το όνομά της. Κι εσύ, σαν καλός πατέρας, μέσα στην καρδιά του χειμώνα θα σταματάς τους παγωμένους αγέρηδες και τις φουρτούνες, θα λάμπει κι ο ήλιος για να μπορεί η Αλκυόνη σου να γεννάει τα’ αυγά της και να τα κλωσάει μέχρι να βγουν οι νεοσσοί.
Έτσι αποφάσισε ο μεγαλοδύναμος Δίας κι έτσι γίνεται ως τα σήμερα. Λίγο καλοκαίρι μέσα στο χειμώνα…

17 Ιανουαρίου 2017

Σταύρος βαβούρης: Στον αστερισμό των εγκλίσεων και των χρόνων του ρήματος «Έρχομαι»


Που λέτε, μια ολόκληρη ζωή σχεδόν
από τον έναν άνυδρο και φυσικά παντέρημο πλανήτη
στον άλλο και στον άλλο του μεγάλου αστερισμού
των εγκλίσεων και των χρόνων
του ρήματος «έρχομαι»

«Έρχομαι» μου λέγαν δηλαδή
(έγκλιση οριστική και χρόνος ενεστώς)
κι έπειτα «Ερχόμουνα» (σε παρατατικό)
«μα μ’ έπιασε η βροχή»
«Ήρθα» (σε χρόνο αόριστο) «αλλ’ είχες φύγει πια»
«Θα ‘ρθω και πάλι αν κατορθώσω» (Μέλλων)

Και μ’ όλα τ’ «αν», τα «θα» και τα «αλλά»
που συνόδευαν Παρατατικό, Αόριστο και Μέλλοντα
είχα μια απεριόριστη πεποίθηση – πιστεύτε με –
Ήτανε χρόνοι Οριστικής – πώς ν’ αμφιβάλλεις; -
Αν και τότε ο ερχομός τους
έμπαινε πια σε πλαίσια ιστορικά
μιας δηλαδή κατά το μάλλον κι’ ήττον
            πιθανής αφίξεως.

Ο Παρακείμενος με τον Υπερσυντέλικο
δε μ’ έπεισαν ποτέ βεβαίως.
Σε τι θα μ’ ωφελούσε άλλωστε;
Χρόνοι παρωχημένοι κι άσχετοι τελείως
με τ’ αύριο ή το τώρα
που σε κάνουν παρανάλωμα,
«Έχω έρθει» κι «είχα έρθει»
Τότε, μ’ άλλα λόγια,
Και;
Το ζήτημα ήταν ΤΩΡΑ τι γινόταν.
Τίποτα δε γινόταν, σήμερα το απόγευμα
το βράδυ έστω αργά.
Οι χρόνοι της Οριστικής
τελειώσανε και κλείσανε
στο «τότε», στο «αν» στο «θα» και στο «αλλά»
Μετά οι σαθρές της Ευκτικής
και τόσο λίγο προσιτές ελπίδες
(να ‘ρχόσουνα, να ‘ρχόσουν και τι να ‘ταν!)
ουσιαστικά στηρίχτηκαν
στ’ ανύπαρκτα ερείσματα της Υποτακτικής:
«Αν έρθω», «όταν έρθω», για να ‘ρθω..»:
Υποθέσεις δίχως θέσεις
Σύνδεσμοι χρονικοί και τελικοί
χωρίς σκοπό, μετέωροι στο χάος του αορίστου
που δια μέσου τους μοιραία οδηγήθηκα
στης Προστακτικής τις παραισθήσεις.
Μ’ άλλα λόγια, ό,τι δεν είναι εφικτό
με την Οριστική, την Υποτακτική
την Ευκτική (ναι, Θέ μου, τόσο ευχετική!)
είχα την ψευδαίσθηση ότι θα πετύχαινα
προστάζοντας «Να ‘ρθείς. Ξεκίνα.
Τέσσερις η ώρα. Στις πέντε να ΄σαι δω».

Ενώ η Προστακτική δεν είν’ επίτευξη.
Πρόκειται για μια μονάχα ακόμη φαντασίωση
που διαρκεί ως τις πέντε, έξι το πολύ.
Περνάει καμιά φορά στις ικεσίες:
«Ελέησον και σώσον», έλα, λόγου χάριν
και σε λίγες περιπτώσεις μόνο
λίγων τυχερών
γίνεται κυριολεκτική.

Μια ποιοι ‘ναι κείνοι που προστάζουν
δίχως την ψευδαίσθηση μονάχα πως προστάζουν;

Στις νόθες καταστάσεις του Απαρέμφατου
προσπάθησα ένα διάστημα μετά
να βρω μια διέξοδο.
Μα τι σημαίνουν άραγε το «ιέναι» και το «ελθείν»;
Ότι έρχεσαι, ότι ήρθες, να ‘ρχεσαι, να ‘ρθεις
κι αν ήρθες κι είχα φύγει να ξανα ‘ρθείς
να ξαναρχόσουν, να ‘ρθεις αν θέλεις να ‘ρθεις.
Γύρισα πλησίστιος στους υποθετικούς
τους ειδικούς, τους τελικούς συνδέσμους:
πάλι στα φαντάσματα της Υποτακτικής
και λίγα βήματα πιο πέρα
προσγειωνόμουν γυμνός κι αμέτοχος
στης Μετοχής τη μπλόφα:

Της Μετοχής των ερχόμενων τε και ιόντων
των εληλυθότων – α ναι – και των ελθόντων
Εκείνων που έρχονται και θα ‘ρχονται
μα θα τους πιάνει πάντοτε η βροχή στο δρόμο
που ήρθανε
που ‘χουν κι είχαν ΄ρθει
όταν οι πλανήτες των εγκλίσεων
και των χρόνων του ρήματος «Έρχομαι»
όλοι τους, όλοι τους
μ’ είχανε κλείσει έξω από την τροχιά τους.    

Σύγχρονη Ερωτική Ποίηση - Ανθολογία - Εκδ. Καστανιώτη

09 Ιανουαρίου 2017

Κ. Θεοτόκη: "ΠΙΣΤΟΜΑ"

    Διαβάστε το εδώ:  ΠΙΣΤΟΜΑ 
Πίστομα (2011) ''Face down'' from Yiorgos Fourtounis on Vimeo.
«Βάλ' το πίστομα μέσα». Μία από τις πιο συγκλονιστικές φράσεις της ελληνικής λογοτεχνίας. Δεν την ξεχνάς ποτέ, όπως δεν ξεχνάς και τη σκηνή που περιγράφει ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης κλείνοντας το διήγημά του «Πίστομα», δημοσιευμένο το 1899. Το μεγαλείο της οικονομίας και της αφαίρεσης, χέρι - χέρι με μιαν εξαιρετικά ζωντανή απόδοση της φρίκης. Η ιστορία έχει ως εξής: Όταν ο Αντώνης Κουκουλιώτης, ένας αντάρτης της εποχής, επιστρέφει στο σπίτι του απ' το βουνό, χάριν γενικής αμνηστίας, βρίσκει τη γυναίκα του να έχει αποκτήσει παιδί με κάποιον άλλον. Αφού με συνοπτικές διαδικασίες πληροφορείται από την ίδια το όνομα του πατέρα, εξαφανίζεται. Όταν επιστρέφει το βράδυ, κοιμάται ύπνο βαθύ και την επομένη λέει στην τρομοκρατημένη γυναίκα να 'ρθει μαζί του και να πάρει και το παιδί: «Θα πάμε στα χτήματά μας να ιδώ μη και κείνα μου 'χουν αρπάξει, καθώς μου 'χε πάρει και σε ο σκοτωμένος». Η γυναίκα αναφωνεί: «Τον σκότωσες!». Τίποτε άλλο. Ο Κουκουλιώτης είναι το κέντρο βάρους στην πυκνή αφηγηματική τεχνική του Θεοτόκη. Περιγράφεται άλλοτε ως νιτσεϊκός χαρακτήρας ή απλά μια τραγική φυσιογνωμία που τη λούζει κρύος ίδρος και χλομιάζει μπρος στο επερχόμενο συμβάν. Αν ένα διήγημα συμπυκνώνεται στον τίτλο του, τότε ο τίτλος αποκτά ξεχωριστό ενδιαφέρον σε μια τέτοια αναζήτηση, καθώς η λέξη πίστομα, δηλαδή μπρούμυτα, είναι η κύρια ιδέα πίσω από την έννοια της τιμωρίας. Ο Κουκουλιώτης δεν προβαίνει ο ίδιος στην πράξη. Επιβάλλει στη γυναίκα του να το κάνει και μάλιστα τοποθετώντας το παιδί μπρούμυτα. Τούτη η ταφική πρακτική έχει πανάρχαιες ρίζες και ως επί το πλείστον χαρακτηρίζεται ως πράξη τιμωρίας. Στη χριστιανική ταφική πρακτική το σώμα πρέπει να θάβεται με την όψη του προσώπου να ατενίζει τον ουρανό, προκειμένου να συμμετέχει εις ανάστασιν νεκρών...............

ΑΛΚΜΗΝΗ- Η γέννηση του Ηρακλή


"ΛΑΓΟΙ ΜΕ ΠΕΤΡΑΧΗΛΙΑ"

Υπερβολικές, ανέφικτες, μη πραγματοποιήσιμες υποσχέσεις ή δωροδοκίες. Ο λαγός παλιότερα ήταν μέσο δωροδοκίας - ως δυσεύρετος- γιατί μόνον...