19 Δεκεμβρίου 2016


ΜΟΙΡΑ: < μείρομαι = παίρνω μερίδιο, μέρος, συμμετέχω (μέρος-μερίδα) ΕΙΜΑΡΜΕΝΗ: θηλ. της μτχ. εἱμαρμένος, Παρακείμενος του μείρομαι= η τύχη, η αναπότρεπτη μοίρα, το πεπρωμένο, το γραφτό, το ριζικό κάθε ανθρώπου, που περιλαμβάνει και προδιαγράφει ολόκληρη τη ζωή του.

Πυγμαλίων και Γαλάτεια


"ΛΑΓΟΙ ΜΕ ΠΕΤΡΑΧΗΛΙΑ"

Υπερβολικές, ανέφικτες, μη πραγματοποιήσιμες υποσχέσεις ή δωροδοκίες. Ο λαγός παλιότερα ήταν μέσο δωροδοκίας - ως δυσεύρετος- γιατί μόνον...