φλομώνω < φλόμος = το φυτό verbascum
Κυριολεκτικά: γεμίζω με καπνό ή με άσχημη μυρωδιά ένα χώρο, δημιουργώ αποπνικτική ατμόσφαιρα.
Μεταφορικά: ζαλίζω τους άλλους με αερολογίες, ψέματα ή κενές υποσχέσεις, ζαλίζομαι, γίνομαι κίτρινος, χάνω το χρώμα μου.
Κατά τον χρονικογράφο Ε.Κ. Στασινόπουλο, στην παλιά Αθήνα που δεν υπήρχε αποχετευτικό δίκτυο ούτε υπηρεσίες καθαριότητας, ο φλόμος φύτρωνε στα λιμνάζοντα νερά των δρόμων και δημιουργούσε δυσάρεστη ατμόσφαιρα. Χρειάστηκε οργανωμένο σχέδιο, του τότε δημάρχου Ανάργυρου Πετράκη,ώστε να ανοιχτούν χαντάκια αποστράγγισης και να ξεριζωθούν οι φλόμοι. Έτσι έπαυσαν οι Αθηναίοι να «φλομώνουν» από την αποπνικτική μυρωδιά.
Τότε λέγεται ότι βγήκε και η έκφραση.
Ο Φλόμος είχε διαδεδομένη εφαρμογή στο ψάρεμα. Οι αλιείς από την αρχαιότητα επεξεργάζονταν κι έριχναν τον φλόμο μέσα στη θάλασσα.. Με αυτόν τον τρόπο νάρκωναν τα ψάρια, τα ζάλιζαν και τα έπιαναν πολύ εύκολα. Σήμερα αυτή η πρακτική είναι απαγορευμένη για την προστασία των ευπαθών αλιευμάτων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου