ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ
Ελένη: κατά μία εκδοχή (Georg Curtius) προέρχεται από το σέλας, απ' όπου πιθανότατα προήλθαν και τα: Σελήνη, Ελλάς και σήμαινε λαμπερή, απαστράπτουσα.
Το « Ἑλένη» διέθετε δασεία πριν το αρχικό γράμμα, η οποία αντικατέστησε το «σ».
Σ την Ομηρική του έννοια το Ἑλένη είναι σύνθετο από τον Αόριστο β' του αἱρέω -ῶ = συλλαμβάνω, κυριεύω <εἷλον [θέμα ἑλ-] / παθ. ἁλίσκομαι > ἑάλων, ἥλων, και από το ναῦς, νεώς / νηός = πλοίο, που σημαίνει ακριβώς:
"αυτή για την οποία καταστράφηκαν τα πλοία" των Αχαιών.