Η Ναυσικά βρισκόταν ήδη στο παλάτι όταν ο Οδυσσέας ξεκίνησε για την πόλη. Για να μην τον ενοχλήσει κανείς στον δρόμο, η Αθηνά τον κάλυψε με ομίχλη και
- με τη μορφή μιας κόρης - του έδωσε πληροφορίες για τη βασιλική οικογένεια και τον οδήγησε στο παλάτι.
Ο Οδυσσέας έμεινε έκθαμβος από την παραμυθένια λάμψη και τον πλούτο του παλατιού, καθώς και από την ευφορία του κήπου του. Προχώρησε τέλος μέσα, αθέατος ακόμη, και πρόσπεσε ικέτης στη βασίλισσα παρακαλώντας για τον νόστο του. Η θεά στο μεταξύ διέλυσε την ομίχλη και οι άρχοντες των Φαιάκων που βρίσκονταν εκεί αιφνιδιάστηκαν. Ο Αλκίνοος ανασήκωσε αμέσως τον ικέτη και του πρόσφερε τη γνωστή τυπική φιλοξενία, πρότεινε δε στους άλλους να επανέλθουν την επομένη, για να του προσφέρουν επίσημες τιμές και να σκεφτούν τη γρήγορη επιστροφή του στην πατρίδα. Όταν έφυγαν οι άλλοι, η Αρήτη ζήτησε από τον ξένο να μάθει ποιος είναι, από πού έρχεται και ποιος του έδωσε τα ρούχα που φορά.
Ο Οδυσσέας δεν αποκάλυψε την ταυτότητά του· διηγήθηκε μόνο πώς έφτασε ναυαγός χωρίς τους συντρόφους του στο νησί της Καλυψώς, όπου άθελά του έμεινε εφτά χρόνια, και πώς από εκεί έφτασε πάλι ναυαγός στη χώρα τους, όπου συνάντησε τη Ναυσικά, που τον φρόντισε. 1 Ο Αλκίνοος θεώρησε λάθος της κόρης του που δεν τον πήρε μαζί της, ο Οδυσσέας όμως υπερασπίστηκε τη Ναυσικά λέγοντας ότι εκείνος δε δέχτηκε, από φόβο μήπως θυμώσει ο πατέρας της. Ο βασιλιάς διαπίστωσε μια συγγένεια στη φρόνηση με τον ξένο και θα τον ήθελε γαμπρό του, αν δεχόταν να μείνει εκεί, διαφορετικά αύριο κιόλας οι ναύτες των Φαιάκων θα τον πάνε στην πατρίδα του. Χαρούμενος ο Οδυσσέας κοιμήθηκε το βράδυ στο φιλόξενο παλάτι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου